Ακαρνανικά Νέα

  Η χρονιά που διανύουμε έχει οριστεί ως «Έτος Λόρδου Βύρωνα και Φιλελληνισμού», καθώς συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου φιλέλληνα ποιητή.  Ενός ποιητή με μεγάλο λογοτεχνικό έργο και καθοριστική συμβολή στην ελληνική επανάσταση.       

  Ο George Gordon Byron γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένα άτυχο παιδί, καθώς γεννήθηκε με σοβαρά παραμορφωμένο το δεξί πόδι και πέλμα. Μητέρα του ήταν η Catherin Gordon Byron,  δεύτερη σύζυγος του λοχαγού Jack Byron, γνωστού χαρτοπαίκτη και γυναικά, που από προηγούμενο γάμο είχε μια κόρη, την Αυγούστα. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και η μητέρα με το παιδί μετακόμισαν  στο Αμπερντίν της Σκωτίας. Λόγω της αναπηρίας του, ο Byron κατάφερε να περπατήσει σε ηλικία τεσσάρων ετών και ανέπτυξε ένα σύνδρομο κατωτερότητας, αλλά και ισχυρό χαρακτήρα. Μετά τον θάνατο του θείου του το 1798, κληρονόμησε τον τίτλο ευγενείας και έγινε ο 6ος Βαρόνος Byron του Ρότσνταιηλ. Το 1805, σε ηλικία δεκαεπτά περίπου ετών, άρχισε να φοιτά  στο κολλέγιο Τρίνιτι του Cambrige. Αν και έγραφε από μικρός, η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ώρες Σχόλης», δημοσιεύθηκε το 1807.

  Στις αρχές Ιουλίου του1809 αναχώρησε με τον φίλο του Χομπχάουζ από την Αγγλία για την Ανατολή. Επισκέφτηκε την Ισπανία και πάτησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Πάτρα στις 25 Σεπτεμβρίου. Στις 29 Σεπτεμβρίου έφτασε στην Πρέβεζα και επισκέφτηκε την Νικόπολη. Συνέχισε το ταξίδι στα Γιάννενα και στο Τεπελένι, όπου συνάντησε τον Αλή Πασά, στο κάστρο του εκεί. Η προσωπικότητα του Αλή Πασά του δημιούργησε ανάμικτα συναισθήματα και εμπνεύστηκε από αυτόν χαρακτήρες για τα ποιήματά του. Κατέβηκε προς το Μεσολόγγι και κατόπιν στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο). Εκεί συνάντησε τον Αντρέα Λόντο, που τον μύησε  στη διδασκαλία του Ρήγα Φεραίου.

 Έφτασε στην Αθήνα την ημέρα του Χριστουγέννων του 1809. Έμεινε στο σπίτι της Ταρσίας Μακρή, χήρας του Βρετανού υποπρόξενου. Ο Byron έκανε παρέα με τις τρεις κόρες της, γοητεύτηκε όμως από τη μικρότερη Τερέζα, για την οποία έγραψε το ποίημά του «Η κόρη των Αθηνών». Στην Ελλάδα έγραψε και το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης ωδής από το «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά το πρότυπο του «βυρωνικού ήρωα». Περιηγήθηκε στην Ελλάδα και την Τουρκία, και τον Ιούλιο επέστρεψε στην Αθήνα. Άρχισε να μαθαίνει νέα ελληνικά και μετέφρασε στα αγγλικά, ελληνικά τραγούδια, τον Θούριο του Ρήγα, και ολοκλήρωσε τη δεύτερη ωδή του «Τσάιλντ Χάρολντ». Σε μια από τις περιηγήσεις του στο Σούνιο, συνάντησε  ένα απόσπασμα που μετέφερε σε σάκο μια κοπέλα για να ριχτεί στη θάλασσα, τιμωρία που δεχόταν οι μοιχαλίδες και οι πόρνες. Ο Byron δωροδόκησε τους στρατιώτες για να αφήσουν ελεύθερη την κοπέλα. Το περιστατικό αυτό κατέγραψε στο ποίημα «Γκιαούρ», που ενέπνευσε μεγάλους ζωγράφους όπως ο Ευγένιος Ντελακρουά. Το 1811 θυμωμένος από τον βανδαλισμό του Παρθενώνα και την κλοπή των μαρμάρων από τον λόρδο Έλγιν, άρχισε να γράφει την «Κατάρα της Αθηνάς». Στα τέλη του Απριλίου αναχώρησε για την Αγγλία.

 Τον Φεβρουάριο του 1812 εκφώνησε τον παρθενικό του λόγο στη Βουλή των Λόρδων, με το κόμμα των Ουίγων και υπερασπίστηκε τους εργάτες του Νότιχαμ, που έχαναν τις δουλειές τους εξαιτίας της έντονης εκβιομηχάνισης της κλωστοϋφαντουργίας. Την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκαν τα δύο πρώτα άσματα του ποιήματος «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», που έγιναν δεκτά με θέρμη,  κάνοντάς τον διάσημο.  Στις 26 Ιουνίου του 1813 έφτασε στο Λονδίνο με την οικογένειά της, η ετεροθαλής αδερφή του Αυγούστα. Η σχεδόν μητρική στοργή της, δημιούργησε έντονα συναισθήματα στον  Byron και σύντομα η σχέση τους εξελίχθηκε σε ένα παράφορο ερωτικό πάθος. Τον Απρίλιο, του 1814 η Αυγούστα έφερε στον κόσμο την τέταρτη κόρη της, που βαφτίστηκε Ελίζαμπεθ Μεντόρα Λι και ανάδοχός της ήταν ο Byron. Δεν αναγνώρισε ποτέ ως κόρη του τη Μεντόρα, η ίδια όμως μετά από χρόνια, δήλωνε βέβαιη πώς πατέρας της ήταν εκείνος. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1815 παντρεύτηκε την Αναμπέλα Μίλμπανκ. Η σχέση του ζευγαριού, που είχε από την αρχή έντονες διακυμάνσεις χειροτέρευσε με το πέρασμα του καιρού. Στις 10 Δεκεμβρίου γεννήθηκε η κόρη του, που ονομάστηκε Αυγούστα Άντα Μπάυρον. Η γέννησή της δεν έφερε καμία αλλαγή στη σχέση του ζευγαριού και τον Απρίλιο του επόμενου έτους υπογράφτηκε το συμφωνητικό χωρισμού. Πιεζόμενος από τα γεγονότα και τον φόβο ενός επικείμενου σκανδάλου, ο Byron αποφάσισε να αυτοεξοριστεί.

  Ταξίδεψε στην Ευρώπη και στα τέλη Μαΐου  έφτασε στη Γενεύη. Γνωρίστηκε με τον ποιητή Πέρσι Σέλεϊ και μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια δυνατή φιλία με έντονη αλληλεπίδραση. Η χρονιά αυτή ήταν μια πολύ παραγωγική ποιητικά χρονιά για τον Byron και μεταξύ άλλων ποιημάτων δημοσιεύθηκε και το τρίτο άσμα από το «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ». Το Νοέμβριο εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου έμεινε για τρία χρόνια γοητευμένος από την ατμόσφαιρα της πόλης. Στις 12 Ιανουαρίου 1817 γεννήθηκε η κόρη του με την Κλαιρ Κλαίρμοντ, που ονομάστηκε Αλέγκρα. Το 1820 εγκαταστάθηκε στη Ραβένα, με την Τερέζα Γκουιτσιόλη, τον τελευταίο σημαντικό του έρωτα και την οικογένειά της. Αναμίχθηκε στο εθνικιστικό κίνημα της Ιταλίας ενάντια στην Αυστριακή κυριαρχία και πιθανόν εντάχθηκε στους Καρμπονάρους, το οργανωμένο κίνημα αντίστασης. Το 1821 μετακόμισε στην Πίζα, όπου διέμενε ο Σέλεϊ με την οικογένειά του. Το 1822 εκδόθηκε ο «Βέρνερ», ενώ ο ποιητής συνέχιζε τον «Δον Ζουάν». Αποφάσισαν με τον Σέλεϊ να εκδώσουν ένα λογοτεχνικό περιοδικό και κάλεσαν τον ποιητή και εκδότη Λι Χαντ.  Στις 22 Απριλίου έμαθε πως η κόρη του Αλέγκρα είναι νεκρή. Το σώμα της στάλθηκε στην Αγγλία για να ταφεί στο κοιμητήριο του Χάροου. Στις 8 Ιουλίου ο Πέρσι ΣέλεΪ πέθανε από πνιγμό. Βαθιά λυπημένος ο Byron αποφάσισε να μετεγκατασταθεί στην Γένοβα με τη Μαίρη Σέλεϊ, τον Λι Χαντ και την οικογένειά του. Το ίδιο έτος εκδόθηκε το πρώτο τεύχος του περιοδικού «The Liberal», που περιελάμβανε το έργο του, «Το όραμα της κρίσεως».

   Από τον Οκτώβριο του 1822 μέχρι τον Ιούλιο του 1823 ασχολήθηκε όλο και πιο ενεργά  με τις ελληνικές υποθέσεις και έγινε μέλος του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, που συγκέντρωνε χρήματα και πολεμοφόδια για τους επαναστατημένους Έλληνες. Ορίστηκε διαχειριστής του δανείου που επρόκειτο να παραχωρηθεί στην Ελλάδα, μαζί με τον συνταγματάρχη Λέστερ Στάνχοπ και τον Λάζαρο Κουντουριώτη. Προσέφερε δικά του χρήματα για την αγορά όπλων και ιατροφαρμακευτικών εφοδίων και αποφάσισε να φύγει για την Ελλάδα, ως εκπρόσωπος του Κομιτάτου.

  Στις 3 Αυγούστου του 1823 έφτασε στην Κεφαλονιά και επισκέφτηκε την Ιθάκη. Παρέμεινε στην Κεφαλονιά διερευνώντας πως μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στον αγώνα των Ελλήνων. Αποφάσισε να πάει στο Μεσολόγγι, μετά από πρόσκληση του Μαυροκορδάτου, πιστεύοντας πως εκεί θα είναι πιο χρήσιμος. Αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι στις 5 Ιανουαρίου 1824, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Δάνεισε χρήματα στην ελληνική κυβέρνηση και δαπάνησε άλλα βοηθώντας Έλληνες, αλλά και Τούρκους που είχαν πληγεί από τον πόλεμο.  Ανέλαβε τη συντήρηση ενός σώματος πεντακοσίων Σουλιωτών και άρχισε ετοιμασίες για την πρώτη στρατιωτική επιχείρηση, την κατάληψη της Ναυπάκτου. Το σχέδιο δεν μπήκε σε εφαρμογή και ο Byron απογοητεύτηκε. Στις 15 Φεβρουαρίου παρουσίασε νευρικούς σπασμούς που έμοιαζαν με επιληπτική κρίση και παρέμεινε για λίγες μέρες σε αδυναμία και κατάθλιψη. Στις 9 Απριλίου μετά από περίπατο με το άλογό του, βρέθηκε σε καταιγίδα. Παρόλο που τη νύχτα πονούσε και παρουσίασε πυρετό, την επόμενη μέρα επέμεινε να βγει πάλι περίπατο. Στις 13 Απριλίου ήταν πια βαριά άρρωστος και σε παραλήρημα. Αρχικά αρνήθηκε να του γίνει αφαίμαξη όπως πρότειναν οι γιατροί, όλο και πιο αδύναμος όμως, ενέδωσε στις συμβουλές τους και του έγιναν συνεχείς αφαιμάξεις. Πέθανε την 19η Απριλίου και σε όλη την απελευθερωμένη μέχρι τότε Ελλάδα, διατάχθηκε γενικό πένθος.

    Η αγάπη του για την Ελλάδα συνοψίζεται στα λόγια που είπε στις τελευταίες του στιγμές, στον φίλο του Πιέτρο Γκάμπα: «Έδωσα στην Ελλάδα τον χρόνο, την περιουσία μου και τώρα και τη ζωή μου. Δεν έχω τίποτα άλλο να της δώσω».

  Το σώμα του ταριχεύτηκε και στάλθηκε στην Αγγλία, όπου έφτασε στις 2 Ιουλίου. Το ταξίδι της νεκρικής  πομπής από το Λονδίνο στο Νότιγχαμ, διήρκεσε τέσσερις μέρες. Σε όλη τη διαδρομή, πλήθος κόσμου στεκόταν στους δρόμους.  Ο Βyron ενταφιάστηκε στην οικογενειακή κρύπτη στο Χάνκαλ Τόρκαρντ, δίπλα στη μητέρα και τον θείο του.

  Η Ομάδα «για την ΠΡΕΒΕΖΑ», σε συνεργασία με την «Ένωση Λογοτεχνών Πρέβεζας», θα διοργανώσουν υπό την αιγίδα του ΔΗΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΑΣ, εκδήλωση αφιερωμένη στον λόρδο Βύρωνα. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 10 Νοεμβρίου.

                                                              κείμενο Ευάγγελος Α. Τσώλης