Ακαρνανικά Νέα

6 Δεκεμβρίου 2024 07:12
6 Δεκεμβρίου 2024 07:12

Για να μην μένετε στο...

σκοτάδι

Για να μην μένετε στο...

σκοτάδι

Η ιστορική πορεία και οι περίοδοι κατασκευής των οχυρωματικών περιβόλων του Βουχετίου ταυτίζονται με την ιστορική διαδρομή της αποικίας και τις αντίστοιχες φάσεις της οικιστικής της εξέλιξης.

Πιο συγκεκριμένα, κατά την πρώτη περίοδο (730/720 π.Χ. – τέλη 5ου π.Χ. αι.), κατασκευάζεται στην κορυφή του λόφου ένας ισοδομικός περίβολος, 550μ περιμέτρου[1], ο οποίος περιέκλεισε 1,5 εκτάριο και λειτούργησε ως ακρόπολη. Δηλαδή, στον τειχισμένο αυτό χώρο κατέφευγαν οι άποικοι, που διέμεναν είτε στο λόφο είτε στις όμορες περιοχές, σε περιπτώσεις ανάγκης. Το τείχος έχει πλάτος 1,90μ. Το σωζόμενο ύψος του φτάνει κατά διαστήματα τα 4 – 5μ, ενώ ψηλότερα είναι ευδιάκριτες οι προσθήκες της βυζαντινής περιόδου. Ήταν ενισχυμένο με επάλξεις αλλά και πάροδο, επί της οποίας μάχονταν οι αμυνόμενοι.

Επιπλέον, 11 ορθογώνιοι πύργοι, τοποθετημένοι κατά διαστήματα 22 – 36μ και προεξέχοντες από 1,40 έως 1,60μ από το τείχος, καθιστούσαν τον περίβολο περισσότερο οχυρό. Εξαίρεση αποτελούν οι δυο πύργοι της νότιας πλευράς οι οποίοι προεξέχουν περίπου 2,5μ. Ωστόσο, η ακανόνιστη σύνδεσή τους με το τείχος αλλά και η αργολιθοδομή των επιφανειών τους οδήγησαν τον καθηγητή Δάκαρη στη διατύπωση της άποψης ότι πρόκειται μεν για τους αρχικούς πύργους, οι οποίοι όμως ανακαινίστηκαν ριζικά, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, από τους νέους κυρίαρχους της θέσης. Επιπρόσθετα, οι δυο πύργοι της ανατολικής πλευράς, από τους οποίους διατηρούνται ελάχιστα λείψανα, απέχουν μόλις 10μ μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι πλαισίωναν και προστάτευαν την κύρια πύλη της ακρόπολης. Την παραπάνω υπόθεση ενισχύει και ο ευπρόσιτος χαρακτήρας της γεωμορφολογίας της περιοχής. Παράλληλα, στη ΝΑ πλευρά της ακρόπολης, σώζονται, εγκάρσια τοποθετημένα, δυο τμήματα τείχους ενισχυμένα με πύργους και αναγόμενα στην υστεροβυζαντινή εποχή.  Επομένως,  στη συγκεκριμένη θέση, τα βυζαντινά τείχη, σε συνδυασμό με το ισοδομικό τείχος της πρώτης ακρόπολης του Βουχετίου, σχημάτισαν δυο μικρότερες ακροπόλεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τους μεσαιωνικούς κατοίκους των Ρωγών. 

Το τείχος της πρώτης φάσης είναι κτισμένο σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα. Η τειχοδομία του εμφανίζεται ιδιαιτέρως επιμελημένη και αποτελείται από ορθογώνιους ασβεστόλιθους με μικρή κύρτωση στην εξωτερική επιφάνεια, σωστή προσαρμογή και σφιχτή συναρμογή. Ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στις δυο όψεις του, είναι γεμισμένος με ακανόνιστους ογκόλιθους. Τέλος, το τείχος εδράζεται επάνω σε μια χαμηλή στρώση λίθων που ακολουθεί τη φυσική πορεία του εδάφους και στην αμέσως επόμενη αποτελούμενη από αισθητά μεγαλύτερους λίθους εν είδει ορθοστατών. Αξιοσημείωτο είναι ότι στον περίβολο δεν εντοπίζονται ούτε μεταλλικοί σύνδεσμοί ούτε εσωτερικά εγκάρσια ζεύγματα για την ενίσχυση της αντίστασης στις πολιορκητικές μηχανές αλλά ούτε και λίθινες κλίμακες που θα διευκόλυναν την άνοδο των αμυνόμενων στους πύργους και την πάροδο. Πιθανότατα, οι κλίμακες θα ήταν ξύλινες, χρονολογική ένδειξη που οδηγεί σε εποχή πρωιμότερη του 4ου π.Χ. αι., ενώ θα έχουν πλέον καταστραφεί.

Η δημογραφική ανάπτυξη της δεύτερης περιόδου (τέλη 5ου π.Χ. αι. – 343/2 π.Χ.) δημιούργησε την ανάγκη κατασκευής ενός ευρύτερου περιβόλου. Ο νέος αυτός περίβολος είναι πολυγωνικός, καλύπτει ολόκληρη τη βόρεια πλαγιά του λόφου φτάνοντας έως τις παρυφές του, έχει περίμετρο 800μ, ενώ περιβάλλει διπλάσια έκταση, δηλαδή 3,5 εκτάρια. Το τείχος είναι πολύ ισχυρότερο και έχει πλέον πλάτος 3,40μ. Στη βόρεια πλευρά του, συνδέεται ανόργανα με το τείχος και τους πύργους της προηγούμενης περιόδου. Στην ανατολική πλευρά του, ενισχύεται, κατά διαστήματα 30 – 31μ,  με έξι πύργους, οι οποίοι προεξέχουν από 2,50 έως 4,50μ. Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι πύργοι έχουν επισκευαστεί ριζικά στο μεγαλύτερο μέρος τους, με ορθογώνιους και τραπεζιόσχημους λίθους σημαντικών διαστάσεων, ενώ μόνο στη βάση τους διακρίνονται λείψανα της αρχικής τους τειχοδομίας. Παρόμοια είναι και η εικόνα σε ολόκληρη την έκταση του τείχους, όπου οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις είναι ευδιάκριτες, όπως μαρτυρά η χρήση κονιάματος ή ένθετων μικρών λίθων ή ακόμη και πλίνθων στους αρμούς κατά τη βυζαντινή τεχνική. Στη ΒΑ γωνία του περιβόλου, δεσπόζει ένας ογκώδης ορθογώνιος πύργος, προεξέχοντας μάλιστα 9μ. Ωστόσο και αυτός, με εξαίρεση ένα μικρό τμήμα στη βάση του, έχει επισκευαστεί σε μεταγενέστερη φάση. Αντίστοιχα, στη ΝΔ γωνία του περιβόλου, εντοπίζεται ένας ακόμη επιβλητικός ορθογώνιος πύργος, αναγόμενος όμως σχεδόν στο σύνολό του στην υστεροβυζαντινή περίοδο, σύμφωνα με την ύπαρξη πλίνθων στους αρμούς αλλά και του πλινθοπερίκλειστου συστήματος δόμησης σε μικρή έκταση της επιφάνειάς του. Αντίθετα, ένα μικρό τμήμα στη βάση του, κατασκευασμένο από αργούς λίθους και κονίαμα, θα πρέπει να χρονολογηθεί είτε στη ρωμαϊκή είτε σε μια πιο πρώιμη βυζαντινή φάση.

Η δυτική πλευρά του περιβόλου, η οποία κατέληγε στον πλωτό Λούρο, θεωρήθηκε φυσικά οχυρή και δεν ενισχύθηκε με πύργους. Μάλιστα, η γεωμορφολογία της περιοχής και η ύπαρξη λειψάνων κτιρίων στους νότιους πρόποδες του λόφου οδήγησαν τον καθηγητή Δάκαρη στη διατύπωση της υπόθεσης ότι δυο προτειχίσματα ξεκινούσαν από τη βόρεια και νότια πλευρά του λόφου, έφταναν έως τον ποταμό, προστάτευαν την ενδιάμεση έκταση, η οποία μάλιστα θα ήταν και κατοικημένη ενώ πιθανότατα θα υπήρχε και κάποιος παραποτάμιος μώλος και τέλος διευκόλυναν την επικοινωνία.

Η κύρια πύλη του περιβόλου της δεύτερης φάσης βρίσκεται στο περισσότερο ευπρόσιτο σημείο της βόρειας πλευράς. Σήμερα, πλαισιώνεται από έναν αρχαίο και ένα βυζαντινό πύργο, ενώ προστατεύεται επιπλέον και από το τείχος που σχηματίζει θλάση λίγο ανατολικότερα. Παράλληλα, κατά τη συγκεκριμένη φάση, ανοίχτηκε και μια επιπλέον πύλη στη ΒΑ γωνία της ακρόπολης ώστε να διευκολυνθεί η επικοινωνία της με το νέο περίβολο.

Το σύστημα δόμησης του περιβόλου της δεύτερης φάσης είναι το ισόδομο πολυγωνικό. Η τειχοδομία του συνίσταται σε τετράπλευρους ή πεντάπλευρους ασβεστόλιθους ποικίλων διαστάσεων με ελαφρά καμπύλες τις πλευρές και σφιχτή συναρμογή. Ο ενδιάμεσος, ανάμεσα στις δυο όψεις του τείχους, χώρος πληρώθηκε με λίθους ποικίλων διαστάσεων.

Κατά την επόμενη τρίτη περίοδο οικιστικής εξέλιξης της αποικίας (343/2 π.Χ. – 167 π.Χ.), κατασκευάστηκε στη ΒΑ πλαγιά του λόφου ένας ακόμη πολυγωνικός περίβολος, εφαπτόμενος στον αντίστοιχο της προηγούμενης φάσης, προκειμένου να περικλείσει ένα επιπλέον τμήμα του διευρυμένου πλέον οικισμού. Τα τείχη του σώζονται σε καλύτερη κατάσταση στο βόρειο και ΒΑ τμήμα. Αντίθετα, στη ΝΑ πλευρά του, η οποία έφτανε έως την κορυφή του λόφου και τον περίβολο της πρώτης περιόδου, διατηρούνται ελάχιστα λείψανα. Μάλιστα, σε ορισμένα σημεία, το τείχος δε διακρίνεται ή έχει καταστραφεί και έτσι η σκιαγράφηση της πορείας του πραγματοποιείται θεωρητικά.

Ο περίβολος έχει περίμετρο 1300μ, ενώ οχύρωσε και 4 περίπου εκτάρια. Έτσι, ο συνολικός τειχισμένος χώρος διπλασιάστηκε φτάνοντας τα 8 εκτάρια. Οι επισκευές της βυζαντινής περιόδου, οι νεώτερες επιχώσεις και η πυκνή βλάστηση καλύπτουν διαδοχικά τα τείχη του και δεν επιτρέπουν τη μέτρηση του πλάτους τους. Και ο τρίτος αυτός περίβολος ενισχύεται με ογκώδεις και επιβλητικούς ορθογώνιους πύργους, τοποθετημένους κατά διαστήματα 31 έως 69μ, οι οποίοι προεξέχουν από τα τείχη από 4,50 έως 7μ. Η κύρια πύλη του ανοιγόταν και πάλι στην περισσότερο ευπρόσιτη πλευρά, την ανατολική, ενώ επικοινωνούσε απευθείας και με την πύλη της ακρόπολης. Για την προστασία της, πλαισιωνόταν και από δυο ορθογώνιους πύργους.

Και ο περίβολος της τρίτης φάσης είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με το ισόδομο πολυγωνικό σύστημα δόμησης. Η τειχοδομία του συνίσταται σε ασβεστόλιθους μετρίων διαστάσεων, κυρίως πεντάπλευρους ή εξάπλευρους και σπανιότερα τετράπλευρους, με ευθύγραμμες πλευρές αλλά έντονη κύρτωση στην επιφάνεια και σφιχτή συναρμογή. Εκτός όμως από την προαναφερθείσα τειχοδομία, η οποία είναι ορατή στα χαμηλότερα σημεία των τειχών και των πύργων, απαντά ευρύτατα και η βυζαντινή τεχνική στα υπόλοιπα τμήματά του, τα οποία επισκευάστηκαν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Τότε, χρησιμοποιήθηκαν οι πολυγωνικοί λίθοι σε δεύτερη χρήση αλλά πλέον άτακτα τοποθετημένοι με τη χρήση κονιάματος και πλίνθων στους αρμούς.

Η τέταρτη οικοδομική φάση των τειχών (167 π.Χ. – 31 π. Χ.) δεν περιλαμβάνει την κατασκευή ενός νέου περιβόλου αλλά την εκτεταμένη επισκευή των δυο αρχαιότερων. Έτσι, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και λεηλασία, τα τείχη του Βουχετίου, όπως και των υπολοίπων οχυρωμένων θέσεων της Ηπείρου, κατεδαφίστηκαν περίπου έως το επίπεδο των θεμελίων τους. Στη συνέχεια όμως, οι κατακτητές επισκεύασαν στη μεγαλύτερη έκτασή τους τους δυο αρχαιότερους περιβόλους, διατηρώντας τα προϋπάρχοντα θεμέλια αλλά και το μικρό ύψος των τειχών που είχε διασωθεί. Παράλληλα, κατασκεύασαν και τρεις νέους πύργους, δυο στη νότια πλευρά της ακρόπολης και έναν στη δυτική πλευρά του δεύτερου περιβόλου, στα θεμέλια των προγενέστερων. Αντίθετα, ο τρίτος περίβολος δεν επισκευάστηκε από τους Ρωμαίους αλλά ύστερα από αρκετούς αιώνες κατά την υστεροβυζαντινή εποχή. Έτσι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, ο τειχισμένος χώρος περιορίστηκε στην έκταση της δεύτερης οικοδομικής φάσης, δηλαδή σε 3,5 εκτάρια. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή επισκευή των τειχών και μείωση της έκτασης των οικισμών, παρατηρείται και σε άλλες ηπειρωτικές θέσεις, όπως στην Πανδοσία.

Συνολικά, η εικόνα των τειχών του Βουχετίου με τις αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις διακρίνεται εναργέστερα στο δυτικό πύργο της ακρόπολης. Πιο συγκεκριμένα, βόρεια του πύργου της πρώτης περιόδου κατασκευάστηκε το πολυγωνικό τείχος της δεύτερης περιόδου, στα ψηλότερα τμήματα του οποίου διακρίνονται οι ρωμαϊκές επισκευές με την αργολιθοδομή. Τέλος, στην προέκταση του πύργου, απαντά και ένας τραπεζιόσχημος βυζαντινός πύργος με τα χαρακτηριστικά πλινθία στους αρμούς.  

                                          Της συνεργάτιδας της ομάδας, αρχαιολόγου,

                                                                Κωνσταντίνας Ζήδρου


[1] Οι σωστές μετρήσεις της περιμέτρου και της έκτασης των περιβόλων του Βουχετίου έχουν ως εξής: περίοδος Α περίμετρος 550μ, έκταση 1,5 εκτάρια, περίοδος Β περίμετρος 800μ, έκταση 3,5 εκτάρια και περίοδος Γ περίμετρος 1300μ, έκταση 8 εκτάρια, προς διόρθωση των λανθασμένων που αναφέρονται στο προηγούμενο τεύχος.