Ακαρνανικά Νέα

Χθες το βράδυ όπως κάθε χρόνο στην Βόνιτσα αναβίωσε το έθιμο της Λαζάρας. Η παρέα των Λουργιώτη, Ντάρδη και Τσώλη βγήκαν αργά το βράδυ της Παρασκευης 26 Απριλιου, παραμονής του Λαζάρου, να ψάλουν τα κάλαντα της Λαζάρας.

Μερικα στοιχεία για το έθιμο από την εργασία του Ιωάννη Ντίνου και του αρχειου της ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑΣ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ.

Το έθιμο από τον χρόνο αρχικής προέλευσης τελείται μια φορά τον χρόνο, χωρίς όμως να υπάρχει «υποχρέωση» πραγματοποίησης. Διαχρονικά έχουμε εξιστορήσεις για περιόδους που δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά και για συγκεκριμένες χρονιές που λόγω σοβαρού πένθους των «αφηγητών» δεν έγινε το έθιμο. Επίσης η Λαζάρα τραγουδιέται από Βονιτσιάνους σε χρονικές στιγμές ευθυμίας ή και ακόμη τα βράδια των αγρυπνιών, με διαφορετικούς στίχους αλλά πάντα στο ίδιο μέτρο μουσικής.

Ήθη που προκάλεσαν το έθιμο: Η χρονική περίοδος που τελείται το έθιμο είναι η εαρινή ισημερία, με τις ανόδους των χυμών στα δέντρα, με τις εξάρσεις των ανθρώπινων αρχέγονων συναισθημάτων, με την ανάγκη των ανθρώπων να έρθουν σε επικοινωνία και να εκφράσουν με ευγενικό τρόπο τις ευχές τους για την νέα χρονιά δημιουργίας της φύσης. Οι ευχές των ανθρώπων διαφέρουν ανάλογα με το που απευθύνονται και το τι ανάγκες έχει μια οικογένεια.

Απαρχή του εθίμου: Δεν υπάρχουν γραπτές πληροφορίες για την περίοδο που άρχισε το έθιμο. Στις εφημερίδες της Βόνιτσας, περιόδου 1936-1937, δεν καταγράφεται καμιά πληροφορία που να έχει κύριο θέμα την Λαζάρα αλλά ούτε και σαν επι μέρους πληροφορία.

Περιγραφή του εθίμου: Μια ομάδα από Βονιτσιάνους, ηλικίας συνήθως άνω των 50 ετών, συγκεντρώνεται το βράδυ της παραμονής του Σαββάτου (Σάββατο, η εορτή του Λαζάρου). Η συγκέντρωση παλαιά γίνονταν στην εκάστοτε «λόμπα». Ως λόμπα νοείται το κατάστημα παραγωγής και διάθεσης οινοπνευματωδών ποτών. Τελευταία λόμπα στην Βόνιτσα ήταν το κατάστημα της Κας Χατζηβασιλείου, της θείας μου της Αθανασίας. Μιας γυναίκας που γνώριζε τις φόρμουλες κατασκευής ποτών, αλλά και μιας γυναίκας με δυνατό χαρακτήρα. Ακούω τον πατέρα μου, όταν ανεβαίνουμε στο κοιμητήριο της Βόνιτσας, να την παινεύει πάνω από τον τάφο της, για την λεβεντιά της, την τιμιότητά της και την αφοσίωσή της στους συγγενικούς δεσμούς. Ο Πατέρας μου λέει ότι αυτό είναι το καλλίτερο μνημόσυνο.

Με το κλείσιμο της λόμπας (λόγω οικονομικής δυσπραγίας, αφού τα καταστήματα Πατρών-Αθηνών προμήθευαν τα καφενεία με οικονομικότερα οινοπνευματώδη ποτά) η μάζωξη γίνεται σε παραδοσιακό καφενείο.

Από αυτούς που συμμετείχαν στην Λαζάρα έχουν μείνει στις μνήμες των Βονιτσιάνων τα ονόματα των Πέτσα Γ.Λουριώτη,  Αμερικάνου(Τάσου Γενίτσαρη), Κοτσαλάκια (Αυγουστής) . Από θύμηση, της από τον πατέρα μου, οικογένειας υπάρχει η καταγραφή ότι στην Λαζάρα συμμετείχε και ο μουσικός Διαμάντης. Η καταγραφή έμεινε μετά από την κουβέντα που έλεγε η γυναίκα του Διαμάντη, η κυρά Βασιλική (ονομαζόμενη παπαδιά). Έλεγε ότι την χρονιά του θανάτου του αδελφού της, ο άνδρας της δεν βγήκε στην Λαζάρα, παρά την οικονομική χασούρα που είχε. Στην Λαζάρα έβγαινε και ο Γιώργος ο Διαμάντης, γιός της Παπαδιάς, στα νεανικά  του χρόνια, πρίν ασχοληθεί επαγγελματικά ως μουσικός στα πανηγύρια. Στον οικογενειακό τάφο του προπάππου μου «Αργύρη ΝΤΙΝΟΥ» είναι  θαμμένη και η κυρά Βασιλική Διαμάντη, ως οικογενειακή φίλη .Σε συζήτηση που είχε ο πατέρας μου με τον Παντελή Σουρτζή, άκουσα για ένα χαρακτηριστικό ήχο που χρειάζεται η Λαζάρα, «στο γύρισμα». Ο Παντελής Σουρτζής  μίλησε για την μοναδικότητα σε αυτό το σημείο του μουσικού δρόμου της Λαζάρας. Μας είπε ότι «μόνο ο Κοτσαλάκιας (Αυγουστής) είχε αυτή την ικανότητα. Είχε ένα λαρυγγισμό που μόνο ο Χρύσανθος από τη Θεσσαλονίκη, είχε παρουσιάσει σε άλλους μουσικούς δρόμους.

Αφού τα μέλη της ομάδας «ανεβάσουν την διάθεση» χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουν φτάσει στο σημείο της μέθης, η ομάδα αρχίζει την περιήγηση στην πόλη της Βόνιτσας. Σε σπίτια που γνωρίζουν ότι θέλουν να ακούσουν την Λαζάρα, ή σε σπίτια που θέλουν αυτοί (για δικούς τους λόγους), χτυπούνε την πόρτα και πριν ο νοικοκύρης ανοίξει, η ομάδα αρχίζει την απαγγελία στίχων με ένα ιδιόμορφο άκουσμα  μουσικής, που για την συμπλήρωση του μέτρου, οι αφηγητές χρησιμοποιούν το «λα» και το «να», είτε από μόνα τους , είτε μαζί και τα δυο.

Η Λαζάρα αρχίζει και τελειώνει πάντα με τους ίδιους στίχους:

Αρχή της Λαζάρας:

Νεδώ (Να εδώ) διαβαίνει ο Λάζαρος με δώδεκα ναποστόλους (αποστόλους)

και πάλι ξαναγύνερισε (ξαναγύρησε)  με δεκατρείς ν’ αγγέλους.

Τέλος της Λαζάρας:

Εδώ που τραγουδή-νή-σαμε πέτρα να μη νε-ραΐσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.

Σε κάθε σπίτι οι αφηγητές απαγγέλουν διαφορετικούς στίχους, που πάντα έχουν κυρίαρχη την έννοια της ευχής και της ελπίδας. Βέβαια υπάρχουν και οι στίχοι που σατιρίζουν μια κατάσταση αλλά πάντα επιστρέφουν στην ευχή.

Ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα του, ακούει τις ευχές, κερνά τους αφηγητές και τους δίνει ένα χρηματικό ποσό, ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα.

Το ξημέρωμα βρίσκει τους αφηγητές στον δρόμο και στα σπίτια, σταματούν δε με το κτύπημα της καμπάνας για την λειτουργία του Λαζάρου. Το χρονικό σημείο της παύσης των στίχων ευχής, μπορεί να είναι και πιο γρήγορο από το ξημέρωμα. Αυτό εξαρτάται από την κατάσταση των αφηγητών που λόγω «αρκετού ανεβάσματος» πέφτουν από σκάλες ή στον δρόμο. Τότε έχει την αξία να βρεθείς και να απολαύσεις την δυνατότητα των αφηγητών να πλάθουν σάτιρα και ευχές προς τον παθόντα, πάντα μέσα από το έμμετρο μουσικό ιδίωμα. Υπάρχει χρονιά που η ομάδα των αφηγητών έπαθε ατύχημα από νωρίς, σχεδόν αμέσως με την έναρξη του εθίμου. Ο παθών δεν έμεινε μόνος του αλλά κάθισε δίπλα του ένας άλλος αφηγητής και τον «έψελνε» μέχρι το πρωί, ενώ η υπόλοιπη ομάδα συνέχισε το έθιμο. (αφήγηση του γεγονότος από τον Τάσο τον Γεννίτσαρη, τον επονομαζόμενο Αμερικάνο). Σε κάθε σπίτι οι ευχές ήταν κάτω από το «πρωτόκολλο» της οικογενειακής ιεραρχίας. Δηλ. αρχηγός οικογένειας ο πατέρας, αλλά αν υπήρχε παππούς, το πρώτο δικαίωμα στην ευχή ανήκει σε αυτόν. Σε κάθε σπίτι οι ευχές μπορούσαν να ήταν περισσότερες από μία. Αυτές αφηγούνταν με την ιεραρχία που προαναφέραμε και το σύνθημα της αλλαγής από ευχή σε ευχή το έδινε ο πρώτος του χορού με τον στίχο:

Πολλά παμε (είπαμε) στον αφέντη μας , να πούμε και στην κυρά μας.

ή

Πολλά παμε (είπαμε) στον αφέντη μας , να πούμε και των παιδιών μας.

Οι στίχοι αυτοί δίνουν το δικαίωμα στους αφηγητές να αλλάξουν θέμα ευχής, με προαναγγελία σε ποιόν θα απευθυνθεί η ευχή.

Ορισμένες ευχές είχαν άμεση είσοδο στο θέμα, με πανηγυρική φωνή του πρώτου του χορού. Δηλαδή το ιδιόμορφο μουσικό ιδίωμα ντύνεται με στίχο που τραγουδιέται από τον πρώτο της κομπανίας(χορού). Η φωνή του πρώτου έχει χαρακτηριστικό την δυνατή φωνή με τόνο κορώνας και κρατά τόσο όσο να υπάρξει ο προσδιορισμός στο που θα απευθυνθεί η ευχή.  πχ

Παλικαράκι μ’ ή

Σήκω κόρη μ’ ή

Κυρά μου ή

κλπ ,

η λέξη που ακολουθούσε λάμβανε αξία κορώνας, με φωνητικό παιγνίδι επανάληψης μιάς ενδιάμεσης συλλαβής ή την προαναφερόμενη χρήση του «λα», «να», «νε» που δεν αλλοίωνε το άκουσμα της λέξης.