Ακαρνανικά Νέα

Μεγάλη Παρασκευή σήμερα και η παράδοση θέλει τον ουρανό συννεφιασμένο, συμμετέχοντας έτσι στη θλίψη για τον θάνατο του Ιησού. Η παράδοση όμως την Μεγάλη Παρασκευή, απαιτεί και ένα έθιμο που πραγματοποιούνταν κυρίως στα χωριά γύρω από την Πρέβεζα και όχι τόσο μέσα στην πόλη. Την ημέρα αυτή, νωρίς το πρωί, μικρές παρέες παιδιών, περιφέρονταν στους δρόμους των χωριών, κρατώντας ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και σκεπασμένο με ένα μαύρο πανί, σε ένδειξη πένθους. Τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα «Πάθη», ενώ οι νοικοκυρές τα φίλευαν κόκκινα αυγά, κουλούρια, ή χρήματα.

  Τα «Πάθη» είναι ένα δημοτικό τραγούδι,, που ιστορεί τη σύλληψη, τα πάθη, την σταύρωση του Χριστού και τον πόνο της Παναγίας, και τραγουδιέται σε λυπητερό σκοπό, σαν μοιρολόι. Το τραγούδι αυτό, απαντάται σε πολλές περιοχές, από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, μέχρι τα Δωδεκάνησα και τη μικρά Ασία, ως «μοιρολόι της Παναγιάς»,  ή «τα Πάθη του Χριστού». Παραθέτω εδώ την εκδοχή που τραγουδιέται τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, στο Κανάλι της Πρέβεζας, όπως την κατέγραψα πριν από χρόνια.

         Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

       σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

        Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι,

        οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις-καταραμένοι,               

        για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάνταβασιλέα

        και ο κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι,

        να λάβει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.

 Η Παναγία η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

 τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της.

 Φωνή της ήρθε εξ ουρανού και απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

 -Πάψε κυρά μ’ τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες,

 τον γιόκα σου τον πιάσανε και στα καρφιά τον πάνε,

 και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε.

 Η Παναγία σαν τα άκουσε πέφτει για να πεθάνει,

 σταμνί νερό της ρίξανε και δύο κανάτια μόσχο.

 Και αφού της ήρθε ο λογισμός και αφού της ήρθε ο νους της,

 ζητά μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.

-Μη σφάζεσαι μανούλα μου, σφάζονται οι μάνες όλες,

 μην κρέμεσαι μανούλα μου, κρέμονται οι μάνες όλες.

 -Χαλκιά-χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια,

 και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.

 -Εσύ Χαλκιά πού τα ‘φτιαξες, πρέπει να μας διδάξεις.

 -Τα δυο βάλτε στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια,

 το πέμπτο το φαρμακερό μπείξτε το στην καρδιά του,

 να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

 Η Μάρθα και η Μαγδαληνή και η μάνα του Λαζάρου,

 και του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερις αντάμα,

 επήρανε στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι,

 το μονοπάτι τσ’ έβγαλε μπρος του ληστού την πόρτα.

– Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου

 κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

 Τηράει δεξιά, τηράει ζερβα, κανένα δεν γνωρίζει,

 τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.

 -Εσύ Άη Γιάννη πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,

 μην είδες τον εγιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;

 -Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

 δεν έχω χεροπάλαμο να σου τον αποδείξω.

 Βλέπεις εκείνο το γυμνό τον παραγυμνωμένο,

 όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;

 Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλος μου.

 Σιγά τον πλησίασε, σιγά τον πλησιάζει.

-Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δεν μου μιλείς παιδί μου…

-Τί να σου πω μανούλα μου, τι να σου ‘μολογήσω,

το Μέγα Σάββα το πρωί, κατά το μεσονύχτι,

 σημαίνει ο ουρανός, σημαίνει η γης σημαίνουν τα επουράνια,

 σημαίνει και η Αγία Σοφία, το μέγα μοναστήρι.

 Όποιος το ακούει σώζεται και όποιος το νιώθει αγιάζει

 και όποιος το παρακουρμαστεί, παράδεισο θα λάβει,

 παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.

                                                                 Κείμενο   Τσώλης Α. Ευάγγελος