Ακαρνανικά Νέα

Η επεξεργασία των εκατοντάδων τεκμηρίων που εμπεριέχονται στα Αρχεία του Ιωάννη Κωλέττη, πέραν του ότι φωτίζει την οικονομική και, κατ’ επέκταση, την κοινωνική ζωή του Συρράκου στις αρχές του 19ου αιώνα, παρουσιάζει αξιόλογες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αφορούν, γενικότερα, τον ευρύτερο τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, αλλά και, ειδικότερα, περιοχές κοντά στο Συρράκο και περιοχές που φορολογικά ήλεγχε ο Ιωάννης Κωλέττης.

Τα μέτρα και τα σταθμά που επικρατούν, η ενδυματολογία της εποχής, η ονοματολογία περιοχών και οικισμών, η εν γένει κατανόηση του φορολογικού συστήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και ο τρόπος υπολογισμού και επιβολής των φόρων και η οικονομική διαχείριση από την πλευρά του κατόχου ή του ενοικιαστή της φορολογικής οφειλής (εν προκειμένω, του Ιωάννη Κωλέττη) αποτελούν αξιόλογα θέματα για έρευνα και μελέτη.

Έντονο, επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κατάστιχα φορολογικών προσόδων χωριών όπως το Βουλγαρέλι, το Βασταβέτζι (Πετροβούνι), τα Δοβίζδιανα (Προσήλιο), το Μιχαλίτσι, οι Χουλιαράδες, τα Σκλάταινα (Ρίζωμα Καλαμπάκας), η Μεγάρχη Τρικάλων, το Μέρτζι (Κεφαλόβρυσο Τρικάλων) το Βερεντζί (Άγιος Νικόλαος Καλαμπάκας) που περιέχουν λεπτομερείς καταγραφές των κατοίκων των χωριών αυτών, των φορολογικών υποχρεώσεών τους σε είδος ή σε χρήμα βάσει της αγροτικής παραγωγής, αλλά και η ενασχόληση και η διαχείριση των υποθέσεων αυτών από Συρρακιώτες που είναι στην «δούλεψη» των Κωλέττηδων, καθώς και η μεταφορά μέρους της αγροτικής παραγωγής στο Συρράκο.

Μέτρα και Σταθμά

Η ικανότητα του ανθρώπου να μετρά και να συγκρίνει είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό. Οι μονάδες μέτρησης για πολλούς αιώνες ήταν πολλές και διαφορετικές σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Την εποχή που εξετάζουμε δεν υπάρχουν καθορισμένα μέτρα και σταθμά από το επίσημο κράτος και ούτε, βέβαια, διεθνείς συμφωνίες για την ενιαία χρησιμοποίησή τους. Χαρακτηρίζονται, δε, από την μεγάλη τους ποικιλία όσον αφορά την προέλευσή τους. Χρησιμοποιούνται, δηλαδή, μέτρα και σταθμά που προέρχονται από το Βυζάντιο, από την Ευρώπη, αλλά και μέτρα και σταθμά που επικρατούν στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Στο Συρράκο χρησιμοποιούνται, κυρίως, τα μέτρα και σταθμά που επικρατούν στην Ήπειρο και Θεσσαλία. Όμως, και εδώ υπάρχουν μέτρα και σταθμά που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή (π.χ. ταγάρι Συρρακιώτικο, ταγάρι Καλαρρυτιώτικο, ταγάρι Άρτας). Επίσης, διαφορετικά σταθμά χρησιμοποιούνται κατά περίσταση ανάλογα με το υλικό ή προϊόν προς μέτρηση. Άλλα σταθμά, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται για το κρασί και άλλα για το λάδι, άλλα για τα σιτηρά και άλλα για τον καφέ ή το ρύζι:

«1818 τη 30 Μαρτίου, Σιράκου. Λογαριασμός μετά του Ντάσιου Τζιαλοκώστα από 2 Οκτωμβρίου 1817 έως 31 Μαρτίου 1818: 1 λίτρα καφέ, 2 αρμάθες κρομμύδια, 1 λίτρα σταφίδα, 2 δεκάρια φακή, 50 οκάδες ρύζι …».

Οι μονάδες χωρητικότητας είναι πιο διαδεδομένες και εύχρηστες σε σχέση με τις μονάδες βάρους διότι όργανα ζύγισης (καντάρια, βενζέδες και ζυγαριές) δεν υπάρχουν παντού. Έτσι, υγρά προϊόντα, όπως το λάδι και το κρασί, αλλά και ρευστοποιημένα στερεά προϊόντα (σιτηρά, όσπρια, άλευρα) μετριούνται με βάση τη χωρητικότητά τους σε δοχεία ή σάκους. Το «ταγάρι» είναι η πιο διαδεδομένη μονάδα μέτρησης στο Συρράκο. Το συναντούμε στα αρχεία δεκάδες φορές, συνήθως, ως «συρρακιώτικο ταγάρι». Αποτελεί υποδιαίρεση του βυζαντινού «μόδιου» (1 μόδιο = 8 ταγάρια) και είναι ισοδύναμο με 20 οκάδες, περίπου. Αποτελεί την κύρια μονάδα μέτρησης σιτηρών και, σπανιότερα, οσπρίων και είναι ευρέως διαδεδομένο σε όλη την Ήπειρο. Χρησιμοποιείται καθημερινά στις συναλλαγές του πληθυσμού με τους μύλους και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ποσότητα που χωράει σε ένα μάλλινο ταγάρι (ντορβάς):

«Της Σερρακιώτισσας Τίκας Πορδορίζα με αβαντέ τον Άγιον Δημήτριον εν ταγάρι ρόκα προς 8 ασουλανία και 3 ταγάρια βρίζα προς 39 ασουλανία….»
(συναλλαγή στο μύλο των Κωλέττηδων στις 15 Οκτωβρίου 1816).

Όταν η συναλλαγή γίνεται εκτός Συρράκου, υπάρχει, πάντα, η διευκρίνιση «συρρακιώτικο ταγάρι» αφού, πιθανότατα, διαφέρει σε σχέση με άλλα ταγάρια που απαντούμε στα αρχεία, όπως το καλαρρυτιώτικο, το μετσοβίτικο και το αρτινό, όχι, μόνο, ως προς την ύφανση και το σχέδιο, αλλά και ως προς την χωρητικότητα:

«από Βουλγαρέλι εφόρτοσα κερί οκάδες 4 και 1/8 και σιτάρι σερακιώτικα ταγάρια 6…» (έγγραφο Μαΐου 1818).

Υποδιαίρεση του ταγαριού είναι το «γκαμπράνι» το οποίο αντιστοιχεί στο 1/10 του ταγαριού και χρησιμοποιείται ελάχιστα, καθώς και το «πινάκι» που αντιστοιχεί σε ½ του ταγαριού. Μια άλλη υποδιαίρεση του ταγαριού που χρησιμοποιείται, κυρίως, για όσπρια στην περιοχή των Τζουμέρκων ή για καρπούς και γεννήματα στα χωριά των Τρικάλων είναι το «κουβέλι».

Το «ξάι» ή «ξάγι» ή «αξάι», όπως το απαντούμε ανά περιοχή, είναι ένα άλλο, πολύ διαδεδομένο επίσης, μέτρο χωρητικότητας της εποχής. Αντιστοιχεί σε βάρος μιας οκάς, περίπου, και η ονομασία του είναι συνυφασμένη με τα αλεστικά, δηλαδή το ποσοστό επί του αλεσμένου καρπού που παρακρατά ο μυλωνάς στον μύλο ως αμοιβή:

«… όπου τα ξάγια 115 τα απεράσαμεν εις τα κέρδιτα προς γρόσια 2, σύνολον 300 ασουλανία»
(εννοεί ότι τα 115 ξάγια που παρακρατήθηκαν στο μύλο καταγράφηκαν ως κέρδος προς 2 γρόσια το ένα – Συρράκο, Μάρτιος 1815, λογαριασμός μυλωνά).

Όπως και το ταγάρι, το ξάι διαφέρει ως προς την χωρητικότητα σε διάφορες περιοχές. Στο Συρράκο συναντούμε, συνήθως, το ξάι Άρτας.

Υποδιαίρεση του ξαγιού είναι η «βεδούρα». Βεδούρα ή βεδούρι ήταν το ξύλινο κυλινδρικό δοχείο που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι, αντίστοιχο της καρδάρας.

Η «κουζτούπα» είναι άλλο ένα μέτρο χωρητικότητας οσπρίων και σιτηρών το οποίο το συναντούμε σε συναλλαγές μόνο στα γειτονικά χωριά Μιχαλίτσι, Χουλιαράδες, Βεσταβέτζι και Δοβίσδιανα:

«Από Χουλιαράδες παρέλαβα 3 σάκους με 9 κουτζούπες κουκιά…» (20 Οκτωβρίου 1818), ενώ στα χωριά των Τρικάλων συναντούμε και το «λουτζέκι» (τουρκ. olcek): «…της κυρίας Ξανθής Κωλέττη έφερα σιτάρι λουτζέκια 6 ½ δια να το πωλήση εις Σιράκο… ».

Η πιο διαδεδομένη μονάδα μέτρησης όγκου στην οθωμανική αυτοκρατορία είναι το «κοιλό» (τουρκ. kile) το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό κιλό και αντιστοιχούσε σε 24 οκάδες. Ο Σπυρίδων Ασδραχάς μας πληροφορεί ότι οι μετρήσεις σιτηρών στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία γίνονται μόνο σε «κοιλά». Κι εδώ η μέτρηση ποικίλει από τόπο σε τόπο. Στα Α. του Ι. Κ. απαντούμε το «κοιλό Πόλεως» (Κωνσταντινουπόλεως) και το «κοιλό Σεράκου» σε πολύ λιγότερες περιπτώσεις, βέβαια, απ’ ό,τι το ταγάρι και το ξάγι. Υποδιαίρεση του «κοιλού» είναι το «ρούπι».

Η μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε στη μέτρηση των προϊόντων, ειδικά στις τάξεις του απλού λαού λόγω της πανσπερμίας μονάδων μέτρησης, αποτυπώνεται σε ένα, σχεδόν ανέκδοτο, σημείωμα λογαριασμού του Χρήστου Κωλέτη, στις 11 Ιουλίου του 1818:

«Έκαμα το σκαντάγιο* και εβγήκαν αι 40 βεδούρες = κουβέλια 29, λέγω τα πινάκια 20 της Άρτας = ταγάρια 14 κι ½ σερακιώτικα, ήτοι τα 5 ξάγια Άρτας = κοιλά Σεράκου 3 και 5/8 σωστά ή παρά ένα ρούπι και τόσον εις πληροφορίαν του τωρινού γεννήματος, λέγω ρόκας…».

*(ιταλ. Scandaglio- υπολογισμός)

Ομοίως, και τα υγρά προϊόντα υπολογίζονται, κυρίως, με μονάδες μέτρησης χωρητικότητας. Τέτοια μονάδα είναι η «μπότσα» (ιταλ. bozza). Πρόκειται για ένα μικρό τενεκεδένιο δοχείο που αντιστοιχούσε σε 2 οκάδες και χρησιμοποιούνταν, κυρίως, στις οινοπαραγωγικές περιφέρειες της Αττικής και της Εύβοιας για τη μέτρηση του μούστου. Σε έγγραφα των αρχείων απαντούμε τη «μπότσα» για τη μέτρηση κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών:

«Λογαριασμός μας έως σήμερον την 2 Οκτωβρίου 1817 στον Τριαντάφυλλον Τζαλοκώστα ως κάτωθι: … 4 μπότσες ρούμι….».

Άλλη μονάδα μέτρησης υγρών και, κυρίως, λαδιού είναι το «καρτούτσο» (ιταλ. quartuccio). Το πιο διαδεδομένο μέτρο χωρητικότητας υγρών που χρησιμοποιείται στο Συρράκο είναι η «κανάτα». Όλα τα έγγραφα των αρχείων στα οποία έχουν καταγραφεί μετρήσεις με βάση την «κανάτα» αφορούν μετρήσεις κρασιού.

Η «οκά» (Τουρκ. okka) είναι η οθωμανική μονάδα μέτρησης βάρους που χρησιμοποιείται ευρέως εκείνη την εποχή. Ύστερα από την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας συνέχισε να χρησιμοποιείται στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της, συνήθως, παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η «οκά» υποδιαιρούνταν σε 400 «δράμια». Τα πολλαπλάσιά της ήταν το «καντάρι» (τουρκ. kantar) ίσο με 44 οκάδες και το «τσεκί» (τουρκ. çeki ) ίσο με 4 καντάρια. Στο Συρράκο χρησιμοποιείται ευρέως στα καταστήματα της αγοράς, στη μέτρηση των γαλακτοκομικών προϊόντων, αλλά και στις αγορές προϊόντων που φθάνουν από αλλού:

«Εδώ εις Σεράκου έστειλεν από Βουργαρέλι βούτυρον οκάδες είκοσι πέντε (25) και τυρί φορτώματα δύο, οκάδες 170 νέτες»
( Σημείωμα 9 Σεπτεμβρίου 1818).

Σε πολλούς λογαριασμούς, όμως, χρησιμοποιείται και η «λίβρα» ή «λίμπρα» ή «λίτρα» που είναι το αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέτρο βάρους (489,5 γραμμάρια) και είχε ως υποδιαίρεση την ουγγιά (1/16 της λίβρας).

Για τις ανάγκες της αγοράς και της διακίνησης προϊόντων χρησιμοποιούνται και κάποιες άλλες μονάδες μέτρησης που δεν εμπεριέχονται σε καμιά καταγραφή των μέτρων και σταθμών της εποχής εκείνης, αλλά, μέσω των Α. του Ι. Κ., παρατηρούμε ότι πολλές φορές αποκτούν εμπορική αξία. Τέτοια μονάδα βάρους αποτελεί το γνωστό στους παλαιότερους «φόρτωμα», το φορτίο, δηλαδή, ενός μουλαριού. Σε πολλά σημειώματα λογαριασμών, με βάση το «φόρτωμα» ως μονάδα μέτρησης, αποδίδεται όχι μόνο η τιμή του αγωγιού αλλά και η αξία του ίδιου του προϊόντος:

«δια τα δύο φορτώματα λάδι από Μεσολόγγι στο Σεράκο επλήρωσα 140,30 ασουλανία»
(
Σημείωμα Κ. Μασκλαβάνη – Ιούλιος 1818).
Το μισό φόρτωμα ονομαζόταν «μεργιά».

Στα παντοπωλεία του Συρράκου το χαρτί πωλείται με βάση το «κουαντέρνο» (ιταλ. quaderno), τη δωδεκάδα, δηλαδή, φύλλων χαρτιού. Επίσης, το «δεκάρι», που για την εποχή αποτελεί και μονάδα μέτρησης μήκους, χρησιμοποιείται για την περιγραφή δέκα τεμαχίων διαφόρων προϊόντων και το απαντούμε σε πολλά σημειώματα ως μονάδα μέτρησης μαλλιού:

«επλήρωσα δια τρία δεκάρια μαλλί ρούντο ενός πιστικού δια το σπίτι μας με λόγον της μάνας μου ασουλανία 15» (Σημείωμα Χρ. Κωλέττη – 9 Ιουλίου 1817).

Ως μονάδα μέτρησης γης απαντούμε στα αρχεία το «ζευγάρι». Πρόκειται για την έκταση την οποία μπορεί να καλλιεργήσει ένα ζευγάρι βοδιών σε μία ημέρα. Επίσης, απαντούμε τη «βέργα» και το «οθωμανικό στρέμμα» πάντα, όμως, σε εκτάσεις που αφορούν καλλιεργήσιμη γη στα πεδινά, κυρίως στα χωριά των Τρικάλων. Η χρήση των μονάδων μέτρησης γης εκείνη την εποχή, μάλλον, δεν ήταν πολύ διαδεδομένη στις ορεινές περιοχές αφού σε κανένα από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα που αφορούν ακίνητα στο Συρράκο ή βοσκήσιμες εκτάσεις στα χειμαδιά των Συρρακιωτών δεν ορίζεται έκταση με βάση κάποια μονάδα μέτρησης γης, παρά μόνο αυτή καθορίζεται με βάση τα σύνορά της.

Η μεγάλη ποικιλία των μέτρων και των σταθμών που επικρατούν στο Συρράκο στις αρχές του 19ου αιώνα μας θυμίζει πολύ την ποικιλία των νομισμάτων που εξετάσαμε σε παλαιότερες εργασίες και αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το Συρράκο εκείνης της περιόδου, παρόλο το δυσπρόσιτο της περιοχής, αποτελεί ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο του ευρύτερου χώρου και, κατ’ επέκταση, ένα σημείο συνάντησης πολιτισμικών επιρροών.

Γιώργος Βαΐτσης
Πρόεδρος Τ.Κ. Συρράκου
Λοχαγός Σ.Ξ. Ε.Α.
Η εργασία αποτελεί μέρος της σειράς
«Οικονομία στο Συρράκο στις αρχές του 19 ου αιώνα. Τα αρχεία του Ιωάννη Κωλέττη» – (ΦΩΣ ΣΤΟ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΣΥΡΡΑΚΟ)»,
που δημοσιεύεται την τελευταία πενταετία στην εφημερίδα «Αντίλαλοι του Συρράκου.

Βιβλιογραφία

1) Αρχεία Ιωάννη Κωλέττη
2) Σπυρίδων Ασδραχάς: Μηχανισμοί της Αγροτικής Οικονομίας στην Τουρκοκρατία
3) Π.Ν. Παπαρούνης: Τουρκοκρατία
4) Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη: Η Προεπαναστατική Ελλάδα.

vlahoi.net