Ακαρνανικά Νέα

Η Βόνιτσα με το γραφικό λιμανάκι της και το Ενετικό κάστρο να δεσπόζει  , είναι ένα μέρος όπου η ζωή κυλάει με αργούς ρυθμούς.  Τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια και τα παραδοσιακά σπίτια έχουν την ησυχία μιας τυπικής επαρχιακής πόλης. Οι ήχοι από τις φωνές των παιδιών που παίζουν στις πλατείες ,η μυρωδιά από το φρέσκο ψωμί που ψήνεται στο ξυλόφουρνο και τα γεράνια που στολίζουν τις αυλές , δημιουργούν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια.  Ο Γληγοράκης γνωστός σε όλο το χωριό μετά την συμβολή του στην αποκατάσταση των ζημιών που έφερε η σφοδρή καταιγίδα  και τη στήριξη στους ψαράδες , περπατούσε με ψηλά το κεφάλι και όλοι των αναγνώριζαν σαν ήρωα. Μετά τη  δόξα ο Γληγοράκης άρχισε να νιώθει μια μοναξιά που δεν είχε νιώσει ποτέ.   Εξάλλου κανείς δεν του συγχώρεσε το ότι ήταν ανύπαντρος…

Η Κοραλία  33 ετών με μακριά καστανά μαλλιά και το βλέμμα της γεμάτο ζωντάνια και πάθος για τη ζωή, μόλις είχε έρθει ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Γυμνάσιο Βόνιτσας από την Πάτρα όπου κατοικούσε. Είχε ακούσει για την ηρωική πράξη του Γληγοράκη και τον θαύμαζε.  Μια ηλιόλουστη μέρα καθώς ο Γληγοράκης έπλεε με τη <<Πελαγίτσα >>  ρίχνοντας δίχτυα στη θάλασσα άκουσε μια φωνή να τον καλεί. Στην ακτή  η Κοραλία με ένα λευκό φόρεμα σαν τον αφρό των κυμάτων ,του έκανε νόημα να πλησιάσει.  Ένας τουρίστας είχε χάσει το πορτοφόλι του , και η Κοραλία σκέφτηκε μήπως μπορούσε να βοηθήσει ο Γληγοράκης.  Άρχισε να κτυπάει  γρήγορα κουπί με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που θα συναντούσε την καθηγήτρια. Από τις πρώτες μέρες που πάτησε το πόδι της στη Βόνιτσα , ήθελε να έρθει κοντά της και να πιάσει κουβέντα. Όταν έφτασε στην ακτή και συναντήθηκαν τα βλέμματα τους  συνέβη κάτι  μαγικό .

<< Γληγοράκη  έκλεψαν έναν  Γερμανό τουρίστα,  κα  είχε μέσα όλα του τα χαρτιά. Τον βρήκα έξω από το  ξενοδοχείο  που έκλαιγε και τον ρώτησα τι συνέβη , και μου είπε ότι έχασε το πορτοφόλι αλλά δε ξέρει πως και τι. Μήπως μπορείς να τον βοηθήσεις?>>

<<Θα κάνω ότι μπορώ >> της απάντησε ,αλλά πιο πολύ τον ενδιέφερε να καταστεί ήρωας στα μάτια της Κοραλίας  παρά στο Γερμανό τουρίστα. Μετά από ώρες  αναζήτησης βρήκε το πορτοφόλι και το επέστρεψε στον τουρίστα. Η Κοραλία μαθαίνοντας τα νέα πήγε σπίτι του  ,αδιαφορώντας για τα  γειτονικά μάτια ,και τις  κυρίες της αυλής. Ο Γληγοράκης μόλις την αντίκρισε στο κατώφλι του  δε πίστευε στα μάτια του. Τότε εκείνη τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο. Στη συνέχεια οι συναντήσεις τους έγιναν πιο συχνές. Μετά το σχολείο πήγαινε στο λιμανάκι  περιμένοντας κάτω από τις ψάθινες ομπρέλες  να επιστρέψει. Και εκεί στην αμμουδιά απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ,μοιράζονταν ιστορίες ,γέλια και στιγμές σιωπής που μιλούσαν δυνατά από χίλιες λέξεις.

Η  Κοραλία έβλεπε σε εκείνον κάτι που οι άλλοι  δεν μπορούσαν- έναν άντρα με ευγένεια ,σοφία και βαθιά καλοσύνη που την γοήτευε.

Η σχέση τους αναπτύχθηκε αργά σαν το αεράκι που δυναμώνει προτού γίνει  άνεμος. Οι χωριανοί άρχισαν να ψιθυρίζουν :

Οι φήμες φούντωναν ,και μερικοί έφτασαν σε σημείο να τηλεφωνήσουν στην Πάτρα, στους γονείς τη καθηγήτριας για να μεταδώσουν τα “κακά μαντάτα“.

“Πως γίνεται μια νέα και όμορφη γυναίκα να ερωτευτεί έναν πενηντάρη ψαρά“?

“Δεν της ταιριάζει“.

Η είδηση του έρωτά τους σκανδαλίζει την κλειστή κοινωνία της Βόνιτσας. Η διαφορά ηλικίας γίνεται αντικείμενο σχολίων ,επικρίσεων, και μάλιστα ο Γυμνασιάρχης την κάλεσε σε ένα τετ-α-τετ κάνοντας μάθημα ηθικής κα ήθους. Βαθιά ριζωμένη στις παραδόσεις αντιδρούν έντονα. Το ζευγάρι δεν πτοείται. Με την αξιοπρέπειά της και την πίστη της στον Γληγοράκη αντιμετωπίζει τις προσκλήσεις με θάρρος. Και ο ήρωας από την άλλη στέκεται βράχος στο πλευρό της προστατεύοντας την αγάπη τους από τις καταιγίδες της κοινωνικής κραυγής.

Η κυρά –Ελένη η θεία του Γληγοράκη ,χήρα εδώ και λίγα χρόνια τον αγαπούσε απεριόριστα και τον υποστήριζε σε όλα. Όταν άκουγε όλα αυτά δε δίσταζε να εκφράσει τη γνώμη της . Μια μέρα στο καφενείο  στους Αγίους Αποστόλους με το πλατάνι στη μέση της αυλής, άκουσε τους άντρες να συζητούν τα νέα καθώς πήγαινε στο σπίτι της , και τότε η κυρά-Ελένη με αποφασιστικό βήμα  μπροστά σε όλους  εφώναξε με στεντόρεια φωνή :

“Ακούστε με καλά τώρα. Ο Γηγοράκης είναι άνθρωπος με καλή καρδιά και καθαρή ψυχή. Όλοι ξέρετε τι έχει κάνει για αυτό το χωριό. Και τώρα που βρήκε μια γυναίκα που τον αγαπά και τον σέβεται εσείς αντί να χαίρεστε τον κουτσομπολεύετε και τον κρίνετε. Η ηλικία δεν έχει καμία σημασία όταν υπάρχει αγάπη και σεβασμός.   Η Κοραλία είναι καλή κοπέλα και  ο Γληγοράκης είναι ευτυχισμένος, αυτό είναι που μετράει“.

Ο λόγος της έκανε τους άντρες να σιωπήσουν. Και η κυρά –Ελένη συνέχισε  σαν ποτάμι που δεν έχει σταματημό  κοιτώντας τις λιγοστές γυναίκες που ήταν στο καφενείο :

“Και εσείς που κουτσομπολεύετε θυμηθείτε τις δικές σας ιστορίες. Όλοι έχουμε ανάγκη από αγάπη και κατανόηση. Αφήστε τους να ζήσουν την ευτυχία τους χωρίς να τους κρίνετε“.

Παρά τις αντιδράσεις και τα κουτσομπολιά ο ήρωας μας δεν πτοήθηκε. Και αποφάσισε μια παράτολμη πράξη για τα δεδομένα της επαρχίας. Να κάνει κάτι ρομαντικό  για την αγαπημένη του.  Και τι καλύτερο από μια παραδοσιακή καντάδα κάτω από το παράθυρό της. Η Κοραλία έμενε στις εργατικές κατοικίες σον πρώτο όροφο ενός τριώροφου κτιρίου.  Μια νύχτα όπου ο αέρας ήταν γεμάτος από την μυρωδιά της θάλασσας και τα αστέρια λαμπύριζαν πάνω  από τη Βόνιτσα τρείς φίλοι που είχαν δώσει ραντεβού στη βρυσούλα στις  11 το βράδυ, ο Γρηγόρης παιδικός φίλος και συνομήλικος ,ο Στέφανος ένας νεαρός μουσικός του χωριού που έπαιζε κιθάρα σαν αληθινός καλλιτέχνης ,και φυσικά ο  Γληγοράκης ξεκίνησαν για το σπίτι της Κοραλίας. Ένα μικρό μπουκέτο από άγρια λουλούδια που είχε μαζέψει στα βουνά  κρατώντας στα χέρια του , Ο Γρηγόρης (ή Γόλιας) που ήταν ο πιο χιουμορίστας της παρέας έλεγε τα αστεία του για να ελαφρύνει  η ατμόσφαιρα  καθώς περπατούσαν και  ο Στέφανος σκεφτόταν ποιο τραγούδι να διαλέξει για την καντάδα. Όταν έφτασαν στις εργατικές κατοικίες τα φώτα από τα παράθυρα έριχναν μια ζεστή λάμψη στους δρόμους , οι τρείς φίλοι στάθηκαν κάτω από το παράθυρο της Κοραλίας. Ο Στέφανος άρχισε να παίζει μια γλυκιά μελωδία και ο Γόλιας μαζί με τον Γληροράκη άρχισαν να τραγουδούν. Η φωνή τους δεν ήταν η πιο εκλεπτυσμένη αλλά ήταν γεμάτη συναίσθημα.

“Στη Βόνιτσα τη μαγική

Μια λάμψη αστρική

Σαν το γιασεμί  που ανθίζει  στην αυλή σου το πρωί

Έτσι και εσύ μου ομορφαίνεις τη ζωή“

 “Η Βόνιτσα όλη σιωπά ,κι ακούει την ομορφιά σου

Μα εμείς πιο δυνατά ,τραγουδάμε στην καρδιά σου“

Απόψε κάτω από το μπαλκόνι σου θα μείνω εδώ

 Μέχρι να μου χαρίσεις ένα γλυκό σου “σε αγαπώ“.

“Κοραλία φως της Βόνιτσας λαμπρό

Πες μου πως με θές γιατί θα φέρω το γιατρό

Φέρε και κάνα μεζέ μη μας τρώει η βραδιά

Γιατί από τη πείνα θα κόψω του Γόλια τα αφτιά“

“Μίλα μου ψιθυριστά αν μού μιλάς για αγάπη,

Εσύ εγώ και το καΐκι θα πάμε στη Χαβάη

Αν η μουσική είναι τροφή  αγάπης

Παίξε και άλλο Γόλια μου τις νότες να δαμάσεις

Η Κοραλία τινάχτηκε από την καρέκλα της όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες και πλησίασε το παράθυρο. Άνοιξε το παντζούρι  και άκουσε προσεχτικά. Χαμογέλασε πλατιά καθώς αντίκρισε τους τρείς φίλους. Ήταν ντυμένη μια λευκή ρόμπα ,τα μαλλιά της λιτά και άρχισε να σιγοτραγουδάει χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Του έστελνε σιωπηλά μηνύματα με το βλέμμα. Όταν άκουσε το χιουμοριστικό κουπλέ  ξέσπασε σε γέλια όχι εκείνο το δυνατό γέλιο αλλά εκείνο το παιχνιδιάρικο που λιώνει κάθε απόσταση.

Η κ. Τασούλα από δίπλα με το ρόλει στα μαλλιά ξεπρόβαλε

“Τι γίνεται εδώ? Πανηγύρι έχουμε“? και όταν είδε τους τρείς φίλους και τον Γληγοράκη να τραγουδάει αναστέναξε

“Άχου το παλικάρι.  Ε, καλά σου κάνει Κοραλία μου ,τέτοιον βρες να σου τραγουδάει και όχι σαν το δικό μου τον κοπρίτη που το μόνο  τραγούδι που ξέρει καλά είναι το βρίσιμο των Θείων.

Ο κυρ- Μήτσος συνταξιούχος ναυτικός  βγήκε στο μπαλκόνι με το φανελάκι και φώναξε

“Ρε ,παίξτε και το “Βαπόρι από την Περσία πιάστηκε στην Αμβρακία“

Η κυρά- Ειρήνη πάντοτε καχύποπτη και γεμάτη πικρά σχόλια  φώναξε από το μισάνοιχτο παντζούρι :

`Μη μου ξυπνήσετε τα παιδιά. Άντε έχουμε και δουλείες αύριο“

Επίσης  ο μικρός Παντελής  με το ξανθό κότσο στο κεφάλι που όνειρό του είναι να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής ,βγήκε με τις πυτζάμες και τα μάτια σαν κουμπιά λέγοντας στη μητέρα του

“ Να πάω και εγώ με την κιθάρα να τραγουδήσω στο σπίτι της Ελενίτσας  ,με την κιθάρα μου“?

Και στ διπλανή καλύβα η γιαγιά Αλεξάνδρα που κανείς δεν ήξερε πόσο χρονών είναι, με τη ρόμπα της το μαύρο μαντήλι στα μαλλιά  είπε με συγκίνηση :

Έτσι ήταν τότες ..καντάδες και γιασεμιά. Όχι αυτά τα μηνύματα στα κινητά.

Η Κοραλία είχε μείνει ακίνητη  στο μπαλκόνι της  με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό  της, μάγουλα ροζ από συγκίνηση και τα χέρια της σφιγμένα στο κάγκελο.

“Ήταν το πιο όμορφο πράγμα που μου ‘έχουν κάνει ποτέ “

“Καληνύχτα Κοραλία μου “κοιτώντας τη με μάτια που έσταζαν αγάπη.

Οι φίλοι τον σκούντηξαν

“Πάμε ρε ρομαντικέ γιατί έχουμε τρεχάματα αύριο“.

Και ο Γόλιας γνωστό πειραχτήρι :

“Η θες.. να ανέβουμε για κουφέτα“`?

Καθώς έφευγαν οι τρείς φίλοι o Γληγοράκης γύρισε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο μπαλκόνι. Εκείνη ήταν ακόμα εκεί χαμογελώντας. Ήταν μια βραδιά αλλιώτικη απ` τις άλλες. Μια βραδιά που μύριζε γιασεμί, τραγούδι, και θάλασσα.

Το επόμενο πρωί  όλο το χωριό μιλούσε για τη καντάδα. Οι γυναίκες στις βρύσες, οι άντρες στα χωράφια ,και τα παιδιά στο δρόμο άλλοτε θετικά άλλοτε αρνητικά και άλλοτε ρομαντικά. Στο καφενείο στον κεντρικό δρόμο ,ο μπάρμπα- Λιάκος  καπνίζοντας Καρέλια σκέτο πίνοντας τον βαρύ γλυκό και διαβάζοντας την εφημερίδα Ακαρνανικά Νέα  φώναζε ¨: Ε, τι έγινε εψές το βράδυ. Μια καντάδα που άκουσε όλο το χωριό ! Τι ρομαντικά πράγματα είναι αυτά ( ενθυμούμενος κάτι παρόμοιο που έκανε ο ίδιος  πριν πολλά χρόνια ) . Απαντώντας ο κυρ –Σπύρος με το μόνιμο κομπολόι στο χέρι : ε το Γληγοράκη, ποιος να το έλεγε πως θα τον βλέπαμε κανταδόρο στα γεράματα. Στο φαρμακείο ο Νίκος έλεγε σε έναν πελάτη :  Εγώ λέω να βγάλουμε πρόγραμμα . Δευτέρα καντάδα στη Περατιά, Τετάρτη Παλιάμπελα και Παρασκευή Μοναστηράκι.  Ο παπάς μπαίνοντας το σουπερ μάρκετ  και ακούγοντας τις κυρίες να σχολιάζουν πλησίασε: η αγάπη είναι ευλογία… αλλά και η ησυχία των γειτόνων επίσης. Και παρόλο που ορισμένοι σχολιάζουν ειρωνικά ,η αλήθεια είναι πως κάτι άλλαξε στη Βόνιτσα. Μια σπίθα ρομαντισμού ,μια νότα γλεντιού και αγάπης είχε περάσει απ `τα μπαλκόνια μέχρι τις καρδιές. Πέρασαν οι μέρες οι μήνες με τους δύο ερωτευμένους να δείχνουν την αγάπη τους καθημερινά ο ένας στον άλλον αγνοώντας τα σχόλια κ τις επικρίσεις.

Σούρουπο. Ο ήλιος πέφτει αργά στη θάλασσα χρυσίζοντας τα νερά. Η “ Πελαγίτσα“ με το ζευγάρι  έχει ανοιχτεί Βόρεια της Κουκουμίτσας. Η Κοραλία πιστεύει ότι πάει απλώς για έναν περίπατο. Τα καΐκι αρχίζει και προσεγγίζει το νησάκι από τα Βόρεια. Ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα ετοιμάζεται να δύσει, με χρώματα σαν να ήταν πίνακας του Πικάσο. Η θάλασσα λάδι. Ο λεβάντες  ελαφρύς και δροσερός.  Λες και όλη φύση λειτούργησε υπέρ του Γληγοράκη.   Της πιάνει το χέρι, δείχνοντας  τη μεριά του κάστρου ,όπου ένα τεράστιο πανό κάνει την εμφάνιση του γράφοντας “θα με παντρευτείς“ ?

Η Κοραλία συγκινημένη : Μα τι γίνεται εδώ? Τι έκανες ?

“Όσα ψάρια έχει ο Αμβρακικός τόσα σ` αγαπώ“ Θες να με έχεις δίπλα σου μια ζωή ? Σα βάρκα στα ήσυχα νερά. Να `μαστε παρέα στα εύκολα και στα φουρτουνιασμένα? Γονατίζει και βγάζει ένα δαχτυλίδι-απλό με μια μικρή γαλάζια πέτρα σαν τα νερά της Βόνιτσας.   Ακόμη κα ιη “Πελαγίτσα “ περίμενε το πολυπόθητο ναι ,και ‘όταν Η Κοραλία απάντησε :

“Ναι Γληγοράκη μου θα σε παντρευτώ.

Εκείνη τα στιγμή άρχισαν να εμφανίζονται βάρκες από όλο τον Αμβρακικό ,με τους ψαράδες να κουνούν τα καπέλα τους στον αέρα φωνάζοντας :

-Ζήτω ο γαμπρός!

-Να ζήσει η νύφη μας!

Κάποιος έβγαλε μπουζούκι από τα η βάρκα κι αμέσως άρχισε ο χορός .Δυο ψαράδες σηκώθηκαν όρθιοι στις πρύμνες και χόρευαν ζεϊμπέκικε με τον ήλιο να δύει πίσω τους. Ένας παλιακός άρχισε  να ρίχνει νερό με κουβαδάκια από θαλασσινό νερό ψηλά :

-Έτσι το καναν παλιά ,να πάει γούρι το στεφάνωμα.

Οι καμπάνες από τον Άγιο Νεκτάριο χτυπούν χαρμόσυνα.  Οι γυναίκες διασχίζοντας το πέτρινο μονοπάτι της γέφυρας κατευθύνονται στο εσωτερικό του νησιού  φέρνοντας πλούσια εδέσματα ,τσίπουρο , πίτες για τις οποίες  φημίζονται. Από εκείνη τη μέρα το νησάκι πήρε το όνομα “το νησί των ερωτευμένων“. Και το γλέντι ξεκίνησε με χορό τραγούδια  μέχρι το πρωί.

O γάμος τους έγινε μια ηλιόλουστη μέρα στο εκκλησάκι του  Αγίου Νεκταρίου στο νησάκι της Κουκουμίτσας, με όλο το χωριό, ακόμη και με τους πιο δύσπιστους να παρευρίσκονται..Οι ψαράδες στόλισαν τις βάρκες τους με πολύχρωμες κορδέλες , οι γυναίκες μαγείρεψαν τα πιο νόστιμα φαγητά και το κρασί έρεε άφθονο. Ο Γληγοράκης ,ο ψαράς που έσωσε το χωριό ,βρήκε το δικό του θησαυρό στην Κοραλία. Και η Κοραλία βρήκε στον Γληγοράκη το λιμάνι της.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΣΤΑ ΤΕΥΧΗ ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ “ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΑ ΝΕΑ”